- ἀστραγαλιστικός
- ἀστρᾰγαλ-ιστικός, ή, όν,A of the dice,
βόλος Eust.1397.47
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βόλος Eust.1397.47
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αστραγαλιστικός — ἀστραγαλιστικός, ή, όν (Α) [αστραγαλίζω] ο σχετικός με αστραγάλους … Dictionary of Greek
ἀστραγαλιστικός — of the dice masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)